ταχυβολία

ταχυβολία
η, Ν
η ιδιότητα τού ταχυβόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχυβολία — η η ικανότητα όπλου να ρίχνει συχνές ριπές: Η ταχυβολία αυτού του όπλου είναι πέντε σφαίρες το δευτερόλεπτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεμιστήρας — και γεμιστής, ο εργαλείο με το οποίο διευκολύνεται η ταχεία γέμιση τών όπλων για επαναληπτική βολή και ταχυβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. γεμιστήρ μαρτυρείται στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”